- Μάρες
- Μάρηςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μᾶρες — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρες μάρες — φρ. «άρες μάρες κουκουνάρες ή κουταμάρες» ανοησίες (βλ. λ. αρά) … Dictionary of Greek
μάρα — η 1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι 2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» όχλος, συρφετός β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη… … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
Tania Tsanaklidou — (griechisch Τάνια Τσανακλίδου, * 9. April 1952 in Drama) ist eine griechische Sängerin und Schauspielerin. Sie wuchs in Thessaloniki auf, wo sie bereits im Alter von acht Jahren am Theater für Kinder von Marie Soidou auf der Bühne stand.… … Deutsch Wikipedia
Tsanaklidou — Tania Tsanaklidou (griechisch Τάνια Τσανακλίδου, * in Drama) ist eine griechische Sängerin und Schauspielerin. Sie wuchs in Thessaloniki auf, wo sie bereits im Alter von acht Jahren am Theater für Kinder von Marie Soidou auf der Bühne stand.… … Deutsch Wikipedia
Μαρ — Μάρ, Μαρός, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ Μᾱρες φυλή που ζούσε κοντά στην Κολχίδα … Dictionary of Greek
κουκουνάρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 49 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κισσάμου. * * * και κουκκουνάρα, η 1. ο καρπός… … Dictionary of Greek
κουκουνάρα — η 1. ο κώνος του πεύκου και του έλατου που φέρνει σπέρματα. 2. φρ., «άρες, μάρες, κουκουνάρες», ασυνάρτητη φλυαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάρα — η μόνο στις φρ.: «η σάρα και η μάρα», συρφετός, όχλος· «άρες μάρες κουκουνάρες», για ασυναρτησίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)